Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀεροδόνητος
ἀεροδρομέω
ἀεροκόραξ
ἀεροκώνωψ
ἀερομαχία
ἀερομετρέω
ἀερονηχής
ἀερόφοιτος
ἀερσιπότης
ἀερσίπους
ἀερτάζω
ἄεσα
ἀεσιφροσύνη
ἀεσίφρων
ἀετός
ἀετοφόρος
ἀετώδης
ἀζαλέος
ἀζάνω
ἄζα
ἀζηλία
View word page
ἀερτάζω
ἀερτάζω ἀερτάζω is a lengthd. Epic form of ἀείρω. to lift up:— imperf. ἠέρταζον, Anth.
ShortDef
to lift up
Debugging
Headword:
ἀερτάζω
Headword (normalized):
ἀερτάζω
Headword (normalized/stripped):
αερταζω
IDX:
548
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n548
Key:
a)erta/zw
Data
{'content': 'ἀερτάζω\n ἀερτάζω is a lengthd. Epic form of ἀείρω.\n to lift up:— imperf. ἠέρταζον, Anth.', 'key': 'a)erta/zw'}