Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἄτριπτος
ἄτρομος
ἀτροπία
ἄτροπος
ἀτροφέω
ἄτροφος
ἀτρύγετος
ἀτρύμων
ἄτρυτος
Ἀτρυτώνη
ἄτρωτος
ἀτταγᾶς
ἀτταγήν
ἄττα
ἀτταταῖ
ἀττέλαβος
Ἄττης
Ἀττικίζω
Ἀττικισμός
Ἀττικιστί
Ἀττικίων
View word page
ἄτρωτος
ἄτρωτος unwounded, Aesch., Soph. invulnerable, Eur.

ShortDef

unwounded

Debugging

Headword:
ἄτρωτος
Headword (normalized):
ἄτρωτος
Headword (normalized/stripped):
ατρωτος
IDX:
5475
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5478
Key:
a)/trwtos

Data

{'content': 'ἄτρωτος\n unwounded, Aesch., Soph.\n invulnerable, Eur.', 'key': 'a)/trwtos'}