Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀτριβής
ἄτριπτος
ἄτρομος
ἀτροπία
ἄτροπος
ἀτροφέω
ἄτροφος
ἀτρύγετος
ἀτρύμων
ἄτρυτος
Ἀτρυτώνη
ἄτρωτος
ἀτταγᾶς
ἀτταγήν
ἄττα
ἀτταταῖ
ἀττέλαβος
Ἄττης
Ἀττικίζω
Ἀττικισμός
Ἀττικιστί
View word page
Ἀτρυτώνη
Ἀτρυτώνη the unwearied, a name of Pallas, Hom. Lengthd. form of ἀτρύτη, as Ἀϊδωνεύς of Ἅιδης.

ShortDef

the unwearied

Debugging

Headword:
Ἀτρυτώνη
Headword (normalized):
ἀτρυτώνη
Headword (normalized/stripped):
ατρυτωνη
IDX:
5474
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5477
Key:
*)atrutw/nh

Data

{'content': 'Ἀτρυτώνη\n the unwearied, a name of Pallas, Hom.\n Lengthd. form of ἀτρύτη, as Ἀϊδωνεύς of Ἅιδης.', 'key': '*)atrutw/nh'}