Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἄτρεστος
ἀτρίακτος
ἀτριβής
ἄτριπτος
ἄτρομος
ἀτροπία
ἄτροπος
ἀτροφέω
ἄτροφος
ἀτρύγετος
ἀτρύμων
ἄτρυτος
Ἀτρυτώνη
ἄτρωτος
ἀτταγᾶς
ἀτταγήν
ἄττα
ἀτταταῖ
ἀττέλαβος
Ἄττης
Ἀττικίζω
View word page
ἀτρύμων
ἀτρύμων = ἄτρυτος c. gen., ἀτρ. κακῶν not worn out by ills, Aesch.
ShortDef
not worn out
Debugging
Headword:
ἀτρύμων
Headword (normalized):
ἀτρύμων
Headword (normalized/stripped):
ατρυμων
IDX:
5472
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5475
Key:
a)tru/mwn
Data
{'content': 'ἀτρύμων\n = ἄτρυτος\n c. gen., ἀτρ. κακῶν not worn out by ills, Aesch.', 'key': 'a)tru/mwn'}