Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀτρεμίζω
ἄτρεπτος
ἄτρεστος
ἀτρίακτος
ἀτριβής
ἄτριπτος
ἄτρομος
ἀτροπία
ἄτροπος
ἀτροφέω
ἄτροφος
ἀτρύγετος
ἀτρύμων
ἄτρυτος
Ἀτρυτώνη
ἄτρωτος
ἀτταγᾶς
ἀτταγήν
ἄττα
ἀτταταῖ
ἀττέλαβος
View word page
ἄτροφος
ἄτροφος τρέφω not fed, ill-fed, Xen.

ShortDef

not fed, ill-fed

Debugging

Headword:
ἄτροφος
Headword (normalized):
ἄτροφος
Headword (normalized/stripped):
ατροφος
IDX:
5470
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5473
Key:
a)/trofos

Data

{'content': 'ἄτροφος\n τρέφω\n not fed, ill-fed, Xen.', 'key': 'a)/trofos'}