Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀτρεμία
ἀτρεμίζω
ἄτρεπτος
ἄτρεστος
ἀτρίακτος
ἀτριβής
ἄτριπτος
ἄτρομος
ἀτροπία
ἄτροπος
ἀτροφέω
ἄτροφος
ἀτρύγετος
ἀτρύμων
ἄτρυτος
Ἀτρυτώνη
ἄτρωτος
ἀτταγᾶς
ἀτταγήν
ἄττα
ἀτταταῖ
View word page
ἀτροφέω
ἀτροφέω from ἄτροφος to pine away, suffer from atrophy, Plut.
ShortDef
to pine away, suffer from atrophy
Debugging
Headword:
ἀτροφέω
Headword (normalized):
ἀτροφέω
Headword (normalized/stripped):
ατροφεω
IDX:
5469
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5472
Key:
a)trofe/w
Data
{'content': 'ἀτροφέω\n from ἄτροφος\n to pine away, suffer from atrophy, Plut.', 'key': 'a)trofe/w'}