Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀτρεμέω
ἀτρεμής
ἀτρεμία
ἀτρεμίζω
ἄτρεπτος
ἄτρεστος
ἀτρίακτος
ἀτριβής
ἄτριπτος
ἄτρομος
ἀτροπία
ἄτροπος
ἀτροφέω
ἄτροφος
ἀτρύγετος
ἀτρύμων
ἄτρυτος
Ἀτρυτώνη
ἄτρωτος
ἀτταγᾶς
ἀτταγήν
View word page
ἀτροπία
ἀτροπία From ἄτροπος inflexibility, Theogn.
ShortDef
inflexibility
Debugging
Headword:
ἀτροπία
Headword (normalized):
ἀτροπία
Headword (normalized/stripped):
ατροπια
IDX:
5467
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5470
Key:
a)tropi/a
Data
{'content': 'ἀτροπία\n From ἄτροπος\n inflexibility, Theogn.', 'key': 'a)tropi/a'}