Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀεροδινής
ἀεροδόνητος
ἀεροδρομέω
ἀεροκόραξ
ἀεροκώνωψ
ἀερομαχία
ἀερομετρέω
ἀερονηχής
ἀερόφοιτος
ἀερσιπότης
ἀερσίπους
ἀερτάζω
ἄεσα
ἀεσιφροσύνη
ἀεσίφρων
ἀετός
ἀετοφόρος
ἀετώδης
ἀζαλέος
ἀζάνω
ἄζα
View word page
ἀερσίπους
ἀερσίπους lifting the feet, brisk-trotting, ἵπποι Il.
ShortDef
lifting the feet, brisk-trotting
Debugging
Headword:
ἀερσίπους
Headword (normalized):
ἀερσίπους
Headword (normalized/stripped):
αερσιπους
IDX:
547
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n547
Key:
a)ersi/pous
Data
{'content': 'ἀερσίπους\n lifting the feet, brisk-trotting, ἵπποι Il.', 'key': 'a)ersi/pous'}