Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀτράχηλος
ἀτρέκεια
ἀτρεκής
ἀτρέμα
ἀτρεμέω
ἀτρεμής
ἀτρεμία
ἀτρεμίζω
ἄτρεπτος
ἄτρεστος
ἀτρίακτος
ἀτριβής
ἄτριπτος
ἄτρομος
ἀτροπία
ἄτροπος
ἀτροφέω
ἄτροφος
ἀτρύγετος
ἀτρύμων
ἄτρυτος
View word page
ἀτρίακτος
ἀτρίακτος τριάζω unconquered, Aesch.

ShortDef

unconquered

Debugging

Headword:
ἀτρίακτος
Headword (normalized):
ἀτρίακτος
Headword (normalized/stripped):
ατριακτος
IDX:
5463
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5466
Key:
a)tri/aktos

Data

{'content': 'ἀτρίακτος\n τριάζω\n unconquered, Aesch.', 'key': 'a)tri/aktos'}