Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀτραπός
ἀτράφαξυς
ἀτράχηλος
ἀτρέκεια
ἀτρεκής
ἀτρέμα
ἀτρεμέω
ἀτρεμής
ἀτρεμία
ἀτρεμίζω
ἄτρεπτος
ἄτρεστος
ἀτρίακτος
ἀτριβής
ἄτριπτος
ἄτρομος
ἀτροπία
ἄτροπος
ἀτροφέω
ἄτροφος
ἀτρύγετος
View word page
ἄτρεπτος
ἄτρεπτος τρέπω unmoved, immutable, Plut., Luc.

ShortDef

unmoved, immutable

Debugging

Headword:
ἄτρεπτος
Headword (normalized):
ἄτρεπτος
Headword (normalized/stripped):
ατρεπτος
IDX:
5461
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5464
Key:
a)/treptos

Data

{'content': 'ἄτρεπτος\n τρέπω\n unmoved, immutable, Plut., Luc.', 'key': 'a)/treptos'}