Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀτρακτυλίς
ἀτραπός
ἀτράφαξυς
ἀτράχηλος
ἀτρέκεια
ἀτρεκής
ἀτρέμα
ἀτρεμέω
ἀτρεμής
ἀτρεμία
ἀτρεμίζω
ἄτρεπτος
ἄτρεστος
ἀτρίακτος
ἀτριβής
ἄτριπτος
ἄτρομος
ἀτροπία
ἄτροπος
ἀτροφέω
ἄτροφος
View word page
ἀτρεμίζω
ἀτρεμίζω to keep quiet, Theogn., Hdt.; οὐκ ἀτρ. to be restless, Hdt.
ShortDef
to keep quiet
Debugging
Headword:
ἀτρεμίζω
Headword (normalized):
ἀτρεμίζω
Headword (normalized/stripped):
ατρεμιζω
IDX:
5460
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5463
Key:
a)tremi/zw
Data
{'content': 'ἀτρεμίζω\n to keep quiet, Theogn., Hdt.; οὐκ ἀτρ. to be restless, Hdt.', 'key': 'a)tremi/zw'}