Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀτραγῴδητος
ἄτρακτος
ἀτρακτυλίς
ἀτραπός
ἀτράφαξυς
ἀτράχηλος
ἀτρέκεια
ἀτρεκής
ἀτρέμα
ἀτρεμέω
ἀτρεμής
ἀτρεμία
ἀτρεμίζω
ἄτρεπτος
ἄτρεστος
ἀτρίακτος
ἀτριβής
ἄτριπτος
ἄτρομος
ἀτροπία
ἄτροπος
View word page
ἀτρεμής
ἀτρεμής τρέμω not trembling, unmoved, Plat., Xen. adv. ἀτρεμέως Theogn.

ShortDef

not trembling, unmoved

Debugging

Headword:
ἀτρεμής
Headword (normalized):
ἀτρεμής
Headword (normalized/stripped):
ατρεμης
IDX:
5458
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5461
Key:
a)tremh/s

Data

{'content': 'ἀτρεμής\n τρέμω\n not trembling, unmoved, Plat., Xen. adv. ἀτρεμέως Theogn.', 'key': 'a)tremh/s'}