Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀεροβάτης
ἀεροδινής
ἀεροδόνητος
ἀεροδρομέω
ἀεροκόραξ
ἀεροκώνωψ
ἀερομαχία
ἀερομετρέω
ἀερονηχής
ἀερόφοιτος
ἀερσιπότης
ἀερσίπους
ἀερτάζω
ἄεσα
ἀεσιφροσύνη
ἀεσίφρων
ἀετός
ἀετοφόρος
ἀετώδης
ἀζαλέος
ἀζάνω
View word page
ἀερσιπότης
ἀερσιπότης ποτάομαι high-soaring, Hes., Anth.
ShortDef
high-soaring
Debugging
Headword:
ἀερσιπότης
Headword (normalized):
ἀερσιπότης
Headword (normalized/stripped):
αερσιποτης
IDX:
546
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n546
Key:
a)ersipo/ths
Data
{'content': 'ἀερσιπότης\n ποτάομαι\n high-soaring, Hes., Anth.', 'key': 'a)ersipo/ths'}