Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀτοπία
ἄτοπος
ἀτραγῴδητος
ἄτρακτος
ἀτρακτυλίς
ἀτραπός
ἀτράφαξυς
ἀτράχηλος
ἀτρέκεια
ἀτρεκής
ἀτρέμα
ἀτρεμέω
ἀτρεμής
ἀτρεμία
ἀτρεμίζω
ἄτρεπτος
ἄτρεστος
ἀτρίακτος
ἀτριβής
ἄτριπτος
ἄτρομος
View word page
ἀτρέμα
ἀτρέμα τρέμω ἀτρέμα used by Poets before a conson., ἀτρέμας before vowels. Il. without trembling, without motion, Hom.; ἀτρέμας εὕδειν Hom.; ἀτρέμας ἧσο sit still, Il.; ἀτρέμας ἔχειν to keep quiet, Hdt.; ἀτρ. ἅπτεσθαί τινος gently, softly, Eur.; ἀτρ. πορεύεσθαι to go softly, Xen.

ShortDef

without trembling, without motion

Debugging

Headword:
ἀτρέμα
Headword (normalized):
ἀτρέμα
Headword (normalized/stripped):
ατρεμα
IDX:
5456
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5459
Key:
a)tre/mas

Data

{'content': 'ἀτρέμα\n τρέμω\n ἀτρέμα used by Poets before a conson., ἀτρέμας before vowels. Il.\n without trembling, without motion, Hom.; ἀτρέμας εὕδειν Hom.; ἀτρέμας ἧσο sit still, Il.; ἀτρέμας ἔχειν to keep quiet, Hdt.; ἀτρ. ἅπτεσθαί τινος gently, softly, Eur.; ἀτρ. πορεύεσθαι to go softly, Xen.', 'key': 'a)tre/mas'}