Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἄτονος
ἄτοξος
ἀτοπία
ἄτοπος
ἀτραγῴδητος
ἄτρακτος
ἀτρακτυλίς
ἀτραπός
ἀτράφαξυς
ἀτράχηλος
ἀτρέκεια
ἀτρεκής
ἀτρέμα
ἀτρεμέω
ἀτρεμής
ἀτρεμία
ἀτρεμίζω
ἄτρεπτος
ἄτρεστος
ἀτρίακτος
ἀτριβής
View word page
ἀτρέκεια
ἀτρέκεια From ἀτρεκής reality, strict truth, certainty, Hdt. personified Ἀτρέκεια, severity, Pind.

ShortDef

reality, strict truth, certainty

Debugging

Headword:
ἀτρέκεια
Headword (normalized):
ἀτρέκεια
Headword (normalized/stripped):
ατρεκεια
IDX:
5454
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5457
Key:
a)tre/keia

Data

{'content': 'ἀτρέκεια\n From ἀτρεκής\n reality, strict truth, certainty, Hdt.\n personified Ἀτρέκεια, severity, Pind.', 'key': 'a)tre/keia'}