Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἄτομος
ἀτονέω
ἄτονος
ἄτοξος
ἀτοπία
ἄτοπος
ἀτραγῴδητος
ἄτρακτος
ἀτρακτυλίς
ἀτραπός
ἀτράφαξυς
ἀτράχηλος
ἀτρέκεια
ἀτρεκής
ἀτρέμα
ἀτρεμέω
ἀτρεμής
ἀτρεμία
ἀτρεμίζω
ἄτρεπτος
ἄτρεστος
View word page
ἀτράφαξυς
ἀτράφαξυς Deriv. unknown. the herb orach.

ShortDef

orach

Debugging

Headword:
ἀτράφαξυς
Headword (normalized):
ἀτράφαξυς
Headword (normalized/stripped):
ατραφαξυς
IDX:
5452
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5455
Key:
a)tra/facus

Data

{'content': 'ἀτράφαξυς\n Deriv. unknown.\n the herb orach.', 'key': 'a)tra/facus'}