Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀτολμία
ἄτολμος
ἄτομος
ἀτονέω
ἄτονος
ἄτοξος
ἀτοπία
ἄτοπος
ἀτραγῴδητος
ἄτρακτος
ἀτρακτυλίς
ἀτραπός
ἀτράφαξυς
ἀτράχηλος
ἀτρέκεια
ἀτρεκής
ἀτρέμα
ἀτρεμέω
ἀτρεμής
ἀτρεμία
ἀτρεμίζω
View word page
ἀτρακτυλίς
ἀτρακτυλίς derivation unknown. a thistle-like plant, used for making spindles, Theocr.

ShortDef

spindle-thistle

Debugging

Headword:
ἀτρακτυλίς
Headword (normalized):
ἀτρακτυλίς
Headword (normalized/stripped):
ατρακτυλις
IDX:
5450
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5453
Key:
a)traktuli/s

Data

{'content': 'ἀτρακτυλίς\n derivation unknown.\n a thistle-like plant, used for making spindles, Theocr.', 'key': 'a)traktuli/s'}