Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀτόλμητος
ἀτολμία
ἄτολμος
ἄτομος
ἀτονέω
ἄτονος
ἄτοξος
ἀτοπία
ἄτοπος
ἀτραγῴδητος
ἄτρακτος
ἀτρακτυλίς
ἀτραπός
ἀτράφαξυς
ἀτράχηλος
ἀτρέκεια
ἀτρεκής
ἀτρέμα
ἀτρεμέω
ἀτρεμής
ἀτρεμία
View word page
ἄτρακτος
ἄτρακτος Deriv. uncertain. a spindle, Hdt., Ar., etc. an arrow, Soph.; cf. ἠλακάτη.

ShortDef

a spindle; arrow

Debugging

Headword:
ἄτρακτος
Headword (normalized):
ἄτρακτος
Headword (normalized/stripped):
ατρακτος
IDX:
5449
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5452
Key:
a)/traktos

Data

{'content': 'ἄτρακτος\n Deriv. uncertain.\n a spindle, Hdt., Ar., etc.\n an arrow, Soph.; cf. ἠλακάτη.', 'key': 'a)/traktos'}