Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἄτοιχος
ἄτοκος
ἀτόλμητος
ἀτολμία
ἄτολμος
ἄτομος
ἀτονέω
ἄτονος
ἄτοξος
ἀτοπία
ἄτοπος
ἀτραγῴδητος
ἄτρακτος
ἀτρακτυλίς
ἀτραπός
ἀτράφαξυς
ἀτράχηλος
ἀτρέκεια
ἀτρεκής
ἀτρέμα
ἀτρεμέω
View word page
ἄτοπος
ἄτοπος out of place, and so, strange, unwonted, extraordinary, Eur., etc. strange, odd, eccentric, δοῦλοι τῶν ἀεὶ ἀτόπων slaves to every new paradox, Thuc.; τῶν ἀτοπωτάτων ἂν εἴη Dem. unnatural, disgusting, foul, πνεῦμα Thuc. adv. —πως, marvellously or absurdly, Thuc., Plat.

ShortDef

out of place

Debugging

Headword:
ἄτοπος
Headword (normalized):
ἄτοπος
Headword (normalized/stripped):
ατοπος
IDX:
5447
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5450
Key:
a)/topos

Data

{'content': 'ἄτοπος\n out of place, and so,\n strange, unwonted, extraordinary, Eur., etc.\n strange, odd, eccentric, δοῦλοι τῶν ἀεὶ ἀτόπων slaves to every new paradox, Thuc.; τῶν ἀτοπωτάτων ἂν εἴη Dem.\n unnatural, disgusting, foul, πνεῦμα Thuc.\n adv. —πως, marvellously or absurdly, Thuc., Plat.', 'key': 'a)/topos'}