Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀεροβατέω
ἀεροβάτης
ἀεροδινής
ἀεροδόνητος
ἀεροδρομέω
ἀεροκόραξ
ἀεροκώνωψ
ἀερομαχία
ἀερομετρέω
ἀερονηχής
ἀερόφοιτος
ἀερσιπότης
ἀερσίπους
ἀερτάζω
ἄεσα
ἀεσιφροσύνη
ἀεσίφρων
ἀετός
ἀετοφόρος
ἀετώδης
ἀζαλέος
View word page
ἀερόφοιτος
ἀερόφοιτος φοιτάω roaming in air, Aesch. ap. Ar.

ShortDef

roaming in air

Debugging

Headword:
ἀερόφοιτος
Headword (normalized):
ἀερόφοιτος
Headword (normalized/stripped):
αεροφοιτος
IDX:
545
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n545
Key:
a)ero/foitos

Data

{'content': 'ἀερόφοιτος\n φοιτάω\n roaming in air, Aesch. ap. Ar.', 'key': 'a)ero/foitos'}