Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἄτμητος
ἀτμίζω
ἀτμίς
ἀτμός
ἄτοιχος
ἄτοκος
ἀτόλμητος
ἀτολμία
ἄτολμος
ἄτομος
ἀτονέω
ἄτονος
ἄτοξος
ἀτοπία
ἄτοπος
ἀτραγῴδητος
ἄτρακτος
ἀτρακτυλίς
ἀτραπός
ἀτράφαξυς
ἀτράχηλος
View word page
ἀτονέω
ἀτονέω From ἄτονος to be relaxed, exhausted, Plut.
ShortDef
to be relaxed, exhausted
Debugging
Headword:
ἀτονέω
Headword (normalized):
ἀτονέω
Headword (normalized/stripped):
ατονεω
IDX:
5443
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5446
Key:
a)tone/w
Data
{'content': 'ἀτονέω\n From ἄτονος\n to be relaxed, exhausted, Plut.', 'key': 'a)tone/w'}