Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀτμήν
ἄτμητος
ἀτμίζω
ἀτμίς
ἀτμός
ἄτοιχος
ἄτοκος
ἀτόλμητος
ἀτολμία
ἄτολμος
ἄτομος
ἀτονέω
ἄτονος
ἄτοξος
ἀτοπία
ἄτοπος
ἀτραγῴδητος
ἄτρακτος
ἀτρακτυλίς
ἀτραπός
ἀτράφαξυς
View word page
ἄτομος
ἄτομος τέμνω uncut, unmown, Soph. that cannot be cut, indivisible, Plat.; ἐν ἀτόμωι in a moment, NTest.

ShortDef

uncut, unmown

Debugging

Headword:
ἄτομος
Headword (normalized):
ἄτομος
Headword (normalized/stripped):
ατομος
IDX:
5442
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5445
Key:
a)/tomos

Data

{'content': 'ἄτομος\n τέμνω\n uncut, unmown, Soph.\n that cannot be cut, indivisible, Plat.; ἐν ἀτόμωι in a moment, NTest.', 'key': 'a)/tomos'}