Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀτλητέω
ἄτλητος
ἀτμενία
ἀτμήν
ἄτμητος
ἀτμίζω
ἀτμίς
ἀτμός
ἄτοιχος
ἄτοκος
ἀτόλμητος
ἀτολμία
ἄτολμος
ἄτομος
ἀτονέω
ἄτονος
ἄτοξος
ἀτοπία
ἄτοπος
ἀτραγῴδητος
ἄτρακτος
View word page
ἀτόλμητος
ἀτόλμητος not to be endured, insufferable, Pind.: of wicked men, Aesch.

ShortDef

not to be endured, insufferable

Debugging

Headword:
ἀτόλμητος
Headword (normalized):
ἀτόλμητος
Headword (normalized/stripped):
ατολμητος
IDX:
5439
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5442
Key:
a)to/lmhtos

Data

{'content': 'ἀτόλμητος\n not to be endured, insufferable, Pind.: of wicked men, Aesch.', 'key': 'a)to/lmhtos'}