Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἄτιτος
Ἀτλαγενής
Ἀτλαντικός
Ἀτλαντίς
Ἄτλας
ἀτλητέω
ἄτλητος
ἀτμενία
ἀτμήν
ἄτμητος
ἀτμίζω
ἀτμίς
ἀτμός
ἄτοιχος
ἄτοκος
ἀτόλμητος
ἀτολμία
ἄτολμος
ἄτομος
ἀτονέω
ἄτονος
View word page
ἀτμίζω
ἀτμίζω ἀτμός to smoke, Soph.: of water, to steam, Xen.

ShortDef

to smoke

Debugging

Headword:
ἀτμίζω
Headword (normalized):
ἀτμίζω
Headword (normalized/stripped):
ατμιζω
IDX:
5434
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5437
Key:
a)tmi/zw

Data

{'content': 'ἀτμίζω\n ἀτμός\n to smoke, Soph.: of water, to steam, Xen.', 'key': 'a)tmi/zw'}