Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀτίτης
ἄτιτος
Ἀτλαγενής
Ἀτλαντικός
Ἀτλαντίς
Ἄτλας
ἀτλητέω
ἄτλητος
ἀτμενία
ἀτμήν
ἄτμητος
ἀτμίζω
ἀτμίς
ἀτμός
ἄτοιχος
ἄτοκος
ἀτόλμητος
ἀτολμία
ἄτολμος
ἄτομος
ἀτονέω
View word page
ἄτμητος
ἄτμητος not cut up, unravaged, Thuc., Plut.: of mines, not yet opened, Xen. undivided, indivisible, Plat.

ShortDef

not cut up, unravaged

Debugging

Headword:
ἄτμητος
Headword (normalized):
ἄτμητος
Headword (normalized/stripped):
ατμητος
IDX:
5433
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5436
Key:
a)/tmhtos

Data

{'content': 'ἄτμητος\n not cut up, unravaged, Thuc., Plut.: of mines, not yet opened, Xen.\n undivided, indivisible, Plat.', 'key': 'a)/tmhtos'}