Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀτιτάλλω
ἀτίτης
ἄτιτος
Ἀτλαγενής
Ἀτλαντικός
Ἀτλαντίς
Ἄτλας
ἀτλητέω
ἄτλητος
ἀτμενία
ἀτμήν
ἄτμητος
ἀτμίζω
ἀτμίς
ἀτμός
ἄτοιχος
ἄτοκος
ἀτόλμητος
ἀτολμία
ἄτολμος
ἄτομος
View word page
ἀτμήν
ἀτμήν Deriv. uncertain a slave, servant.

ShortDef

a slave, servant

Debugging

Headword:
ἀτμήν
Headword (normalized):
ἀτμήν
Headword (normalized/stripped):
ατμην
IDX:
5432
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5435
Key:
a)tmh/n

Data

{'content': 'ἀτμήν\n Deriv. uncertain\n a slave, servant.', 'key': 'a)tmh/n'}