Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀτιμόω
ἀτιμώρητος
ἀτίμωσις
ἀτιτάλλω
ἀτίτης
ἄτιτος
Ἀτλαγενής
Ἀτλαντικός
Ἀτλαντίς
Ἄτλας
ἀτλητέω
ἄτλητος
ἀτμενία
ἀτμήν
ἄτμητος
ἀτμίζω
ἀτμίς
ἀτμός
ἄτοιχος
ἄτοκος
ἀτόλμητος
View word page
ἀτλητέω
ἀτλητέω From ἄτλητος to be unable to bear a thing, to be impatient, Soph.
ShortDef
to be unable to bear
Debugging
Headword:
ἀτλητέω
Headword (normalized):
ἀτλητέω
Headword (normalized/stripped):
ατλητεω
IDX:
5429
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5432
Key:
a)tlhte/w
Data
{'content': 'ἀτλητέω\n From ἄτλητος\n to be unable to bear a thing, to be impatient, Soph.', 'key': 'a)tlhte/w'}