Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀτιμάω
ἀτίμητος
ἀτιμία
ἀτιμοπενθής
ἄτιμος
ἀτιμόω
ἀτιμώρητος
ἀτίμωσις
ἀτιτάλλω
ἀτίτης
ἄτιτος
Ἀτλαγενής
Ἀτλαντικός
Ἀτλαντίς
Ἄτλας
ἀτλητέω
ἄτλητος
ἀτμενία
ἀτμήν
ἄτμητος
ἀτμίζω
View word page
ἄτιτος
ἄτιτος τίω unhonoured, unavenged, Il. unpaid, Il. [where ῑ].

ShortDef

unhonoured, unavenged

Debugging

Headword:
ἄτιτος
Headword (normalized):
ἄτιτος
Headword (normalized/stripped):
ατιτος
IDX:
5424
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5427
Key:
a)/titos

Data

{'content': 'ἄτιτος\n τίω\n unhonoured, unavenged, Il.\n unpaid, Il. [where ῑ].', 'key': 'a)/titos'}