Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀτιμαστέος
ἀτιμαστήρ
ἀτιμάω
ἀτίμητος
ἀτιμία
ἀτιμοπενθής
ἄτιμος
ἀτιμόω
ἀτιμώρητος
ἀτίμωσις
ἀτιτάλλω
ἀτίτης
ἄτιτος
Ἀτλαγενής
Ἀτλαντικός
Ἀτλαντίς
Ἄτλας
ἀτλητέω
ἄτλητος
ἀτμενία
ἀτμήν
View word page
ἀτιτάλλω
ἀτιτάλλω redupl. form of ἀτάλλω, to rear up a child, foster, cherish, tend, Hom.; of horses, Pass., χῆνʼ ἀτιταλλομένην ἐνὶ οἴκωι Od.
ShortDef
to rear up
Debugging
Headword:
ἀτιτάλλω
Headword (normalized):
ἀτιτάλλω
Headword (normalized/stripped):
ατιταλλω
IDX:
5422
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5425
Key:
a)tita/llw
Data
{'content': 'ἀτιτάλλω\n redupl. form of ἀτάλλω, to rear up a child, foster, cherish, tend, Hom.; of horses, Pass., χῆνʼ ἀτιταλλομένην ἐνὶ οἴκωι Od.', 'key': 'a)tita/llw'}