Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀτιμάζω
ἀτιμαστέος
ἀτιμαστήρ
ἀτιμάω
ἀτίμητος
ἀτιμία
ἀτιμοπενθής
ἄτιμος
ἀτιμόω
ἀτιμώρητος
ἀτίμωσις
ἀτιτάλλω
ἀτίτης
ἄτιτος
Ἀτλαγενής
Ἀτλαντικός
Ἀτλαντίς
Ἄτλας
ἀτλητέω
ἄτλητος
ἀτμενία
View word page
ἀτίμωσις
ἀτίμωσις a dishonouring, dishonour done to, c. gen., τραπέζας, πατρός Aesch.
ShortDef
a dishonouring, dishonour done to
Debugging
Headword:
ἀτίμωσις
Headword (normalized):
ἀτίμωσις
Headword (normalized/stripped):
ατιμωσις
IDX:
5421
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5424
Key:
a)ti/mwsis
Data
{'content': 'ἀτίμωσις\n a dishonouring, dishonour done to, c. gen., τραπέζας, πατρός Aesch.', 'key': 'a)ti/mwsis'}