Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἄτηκτος
ἀτημελής
ἀτημέλητος
ἄτη
ἀτηρός
Ἀτθίς
ἀτίετος
ἀτίζω
ἀτιθάσευτος
ἀτιμαγελέω
ἀτιμαγέλης
ἀτιμάζω
ἀτιμαστέος
ἀτιμαστήρ
ἀτιμάω
ἀτίμητος
ἀτιμία
ἀτιμοπενθής
ἄτιμος
ἀτιμόω
ἀτιμώρητος
View word page
ἀτιμαγέλης
ἀτιμαγέλης ἀγέλη despising the herd, i.e. straying, feeding alone, Theocr., Anth.
ShortDef
despising the herd
Debugging
Headword:
ἀτιμαγέλης
Headword (normalized):
ἀτιμαγέλης
Headword (normalized/stripped):
ατιμαγελης
IDX:
5410
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5413
Key:
a)timage/lhs
Data
{'content': 'ἀτιμαγέλης\n ἀγέλη\n despising the herd, i.e. straying, feeding alone, Theocr., Anth.', 'key': 'a)timage/lhs'}