Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀτέω
ἄτηκτος
ἀτημελής
ἀτημέλητος
ἄτη
ἀτηρός
Ἀτθίς
ἀτίετος
ἀτίζω
ἀτιθάσευτος
ἀτιμαγελέω
ἀτιμαγέλης
ἀτιμάζω
ἀτιμαστέος
ἀτιμαστήρ
ἀτιμάω
ἀτίμητος
ἀτιμία
ἀτιμοπενθής
ἄτιμος
ἀτιμόω
View word page
ἀτιμαγελέω
ἀτιμαγελέω From ἀτιμαγέλης to forsake the herd, Theocr.

ShortDef

to forsake the herd

Debugging

Headword:
ἀτιμαγελέω
Headword (normalized):
ἀτιμαγελέω
Headword (normalized/stripped):
ατιμαγελεω
IDX:
5409
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5412
Key:
a)timagele/w

Data

{'content': 'ἀτιμαγελέω\n From ἀτιμαγέλης\n to forsake the herd, Theocr.', 'key': 'a)timagele/w'}