Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀτερπής
ἀτερψία
ἀτευκτέω
ἄτευκτος
ἀτευχής
ἀτεύχητος
ἀτεχνία
ἄτεχνος
ἀτεχνῶς
ἀτέχνως
ἀτέω
ἄτηκτος
ἀτημελής
ἀτημέλητος
ἄτη
ἀτηρός
Ἀτθίς
ἀτίετος
ἀτίζω
ἀτιθάσευτος
ἀτιμαγελέω
View word page
ἀτέω
ἀτέω in part. ἀτέων, fool-hardy, reckless, Il., Hdt.

ShortDef

fool-hardy, reckless

Debugging

Headword:
ἀτέω
Headword (normalized):
ἀτέω
Headword (normalized/stripped):
ατεω
IDX:
5399
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5402
Key:
a)te/w

Data

{'content': 'ἀτέω\n in part. ἀτέων, fool-hardy, reckless, Il., Hdt.', 'key': 'a)te/w'}