Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἄτερ
ἀτερπής
ἀτερψία
ἀτευκτέω
ἄτευκτος
ἀτευχής
ἀτεύχητος
ἀτεχνία
ἄτεχνος
ἀτεχνῶς
ἀτέχνως
ἀτέω
ἄτηκτος
ἀτημελής
ἀτημέλητος
ἄτη
ἀτηρός
Ἀτθίς
ἀτίετος
ἀτίζω
ἀτιθάσευτος
View word page
ἀτέχνως
ἀτέχνως adverb of ἄτεχνος without rules of art, empirically, Xen., Plat.
ShortDef
without rules of art, empirically
Debugging
Headword:
ἀτέχνως
Headword (normalized):
ἀτέχνως
Headword (normalized/stripped):
ατεχνως
IDX:
5398
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5401
Key:
a)te/xnws
Data
{'content': 'ἀτέχνως\n adverb of ἄτεχνος \n without rules of art, empirically, Xen., Plat.', 'key': 'a)te/xnws'}