Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀτέρμων
ἅτερος
ἄτερ
ἀτερπής
ἀτερψία
ἀτευκτέω
ἄτευκτος
ἀτευχής
ἀτεύχητος
ἀτεχνία
ἄτεχνος
ἀτεχνῶς
ἀτέχνως
ἀτέω
ἄτηκτος
ἀτημελής
ἀτημέλητος
ἄτη
ἀτηρός
Ἀτθίς
ἀτίετος
View word page
ἄτεχνος
ἄτεχνος τέχνη without art, ignorant of the rules of art, unskilled, empirical, Plat.

ShortDef

without art, ignorant of the rules of art, unskilled, empirical

Debugging

Headword:
ἄτεχνος
Headword (normalized):
ἄτεχνος
Headword (normalized/stripped):
ατεχνος
IDX:
5396
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5399
Key:
a)/texnos

Data

{'content': 'ἄτεχνος\n τέχνη\n without art, ignorant of the rules of art, unskilled, empirical, Plat.', 'key': 'a)/texnos'}