Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀτέραμνος
ἀτέρμων
ἅτερος
ἄτερ
ἀτερπής
ἀτερψία
ἀτευκτέω
ἄτευκτος
ἀτευχής
ἀτεύχητος
ἀτεχνία
ἄτεχνος
ἀτεχνῶς
ἀτέχνως
ἀτέω
ἄτηκτος
ἀτημελής
ἀτημέλητος
ἄτη
ἀτηρός
Ἀτθίς
View word page
ἀτεχνία
ἀτεχνία From ἄτεχνος want of art or skill, unskilfulness, Plat.
ShortDef
want of art
Debugging
Headword:
ἀτεχνία
Headword (normalized):
ἀτεχνία
Headword (normalized/stripped):
ατεχνια
IDX:
5395
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5398
Key:
a)texni/a
Data
{'content': 'ἀτεχνία\n From ἄτεχνος\n want of art or skill, unskilfulness, Plat.', 'key': 'a)texni/a'}