Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἅτε
ἀτέραμνος
ἀτέρμων
ἅτερος
ἄτερ
ἀτερπής
ἀτερψία
ἀτευκτέω
ἄτευκτος
ἀτευχής
ἀτεύχητος
ἀτεχνία
ἄτεχνος
ἀτεχνῶς
ἀτέχνως
ἀτέω
ἄτηκτος
ἀτημελής
ἀτημέλητος
ἄτη
ἀτηρός
View word page
ἀτεύχητος
ἀτεύχητος = ἀτεύχής, Anth.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀτεύχητος
Headword (normalized):
ἀτεύχητος
Headword (normalized/stripped):
ατευχητος
IDX:
5394
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5397
Key:
a)teu/xhtos
Data
{'content': 'ἀτεύχητος\n = ἀτεύχής, Anth.', 'key': 'a)teu/xhtos'}