Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀτενίζω
ἅτε
ἀτέραμνος
ἀτέρμων
ἅτερος
ἄτερ
ἀτερπής
ἀτερψία
ἀτευκτέω
ἄτευκτος
ἀτευχής
ἀτεύχητος
ἀτεχνία
ἄτεχνος
ἀτεχνῶς
ἀτέχνως
ἀτέω
ἄτηκτος
ἀτημελής
ἀτημέλητος
ἄτη
View word page
ἀτευχής
ἀτευχής τεῦχος unequipped, unarmed, Eur., Anth.

ShortDef

unequipped, unarmed

Debugging

Headword:
ἀτευχής
Headword (normalized):
ἀτευχής
Headword (normalized/stripped):
ατευχης
IDX:
5393
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5396
Key:
a)teuxh/s

Data

{'content': 'ἀτευχής\n τεῦχος\n unequipped, unarmed, Eur., Anth.', 'key': 'a)teuxh/s'}