Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀτενής
ἀτενίζω
ἅτε
ἀτέραμνος
ἀτέρμων
ἅτερος
ἄτερ
ἀτερπής
ἀτερψία
ἀτευκτέω
ἄτευκτος
ἀτευχής
ἀτεύχητος
ἀτεχνία
ἄτεχνος
ἀτεχνῶς
ἀτέχνως
ἀτέω
ἄτηκτος
ἀτημελής
ἀτημέλητος
View word page
ἄτευκτος
ἄτευκτος τυγχάνω not gaining.

ShortDef

not gaining

Debugging

Headword:
ἄτευκτος
Headword (normalized):
ἄτευκτος
Headword (normalized/stripped):
ατευκτος
IDX:
5392
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5395
Key:
a)/teuktos

Data

{'content': 'ἄτευκτος\n τυγχάνω\n not gaining.', 'key': 'a)/teuktos'}