Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀτέμβω
ἀτενής
ἀτενίζω
ἅτε
ἀτέραμνος
ἀτέρμων
ἅτερος
ἄτερ
ἀτερπής
ἀτερψία
ἀτευκτέω
ἄτευκτος
ἀτευχής
ἀτεύχητος
ἀτεχνία
ἄτεχνος
ἀτεχνῶς
ἀτέχνως
ἀτέω
ἄτηκτος
ἀτημελής
View word page
ἀτευκτέω
ἀτευκτέω From ἄτευκτος to fail in gaining a thing, c. gen., Babr.

ShortDef

to fail in gaining

Debugging

Headword:
ἀτευκτέω
Headword (normalized):
ἀτευκτέω
Headword (normalized/stripped):
ατευκτεω
IDX:
5391
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5394
Key:
a)teukte/w

Data

{'content': 'ἀτευκτέω\n From ἄτευκτος\n to fail in gaining a thing, c. gen., Babr.', 'key': 'a)teukte/w'}