Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀτελής
ἀτέμβω
ἀτενής
ἀτενίζω
ἅτε
ἀτέραμνος
ἀτέρμων
ἅτερος
ἄτερ
ἀτερπής
ἀτερψία
ἀτευκτέω
ἄτευκτος
ἀτευχής
ἀτεύχητος
ἀτεχνία
ἄτεχνος
ἀτεχνῶς
ἀτέχνως
ἀτέω
ἄτηκτος
View word page
ἀτερψία
ἀτερψία from ἄτερπος unpleasantness, Luc.

ShortDef

unpleasantness

Debugging

Headword:
ἀτερψία
Headword (normalized):
ἀτερψία
Headword (normalized/stripped):
ατερψια
IDX:
5390
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5393
Key:
a)teryi/a

Data

{'content': 'ἀτερψία\n from ἄτερπος\n unpleasantness, Luc.', 'key': 'a)teryi/a'}