Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀτέλευτος
ἀτελής
ἀτέμβω
ἀτενής
ἀτενίζω
ἅτε
ἀτέραμνος
ἀτέρμων
ἅτερος
ἄτερ
ἀτερπής
ἀτερψία
ἀτευκτέω
ἄτευκτος
ἀτευχής
ἀτεύχητος
ἀτεχνία
ἄτεχνος
ἀτεχνῶς
ἀτέχνως
ἀτέω
View word page
ἀτερπής
ἀτερπής τέρπω unpleasing, joyless, melancholy, Hom., Aesch.; ἀτερπέστερον εἰς ἀκρόασιν less attractive to the ear, Thuc.

ShortDef

unpleasing, joyless, melancholy

Debugging

Headword:
ἀτερπής
Headword (normalized):
ἀτερπής
Headword (normalized/stripped):
ατερπης
IDX:
5389
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5392
Key:
a)terph/s

Data

{'content': 'ἀτερπής\n τέρπω\n unpleasing, joyless, melancholy, Hom., Aesch.; ἀτερπέστερον εἰς ἀκρόασιν less attractive to the ear, Thuc.', 'key': 'a)terph/s'}