Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀτελεύτητος
ἀτέλευτος
ἀτελής
ἀτέμβω
ἀτενής
ἀτενίζω
ἅτε
ἀτέραμνος
ἀτέρμων
ἅτερος
ἄτερ
ἀτερπής
ἀτερψία
ἀτευκτέω
ἄτευκτος
ἀτευχής
ἀτεύχητος
ἀτεχνία
ἄτεχνος
ἀτεχνῶς
ἀτέχνως
View word page
ἄτερ
ἄτερ without, Hom.; ἄτερ Ζηνός without his will, Il. aloof or apart from, Il., Trag.

ShortDef

without

Debugging

Headword:
ἄτερ
Headword (normalized):
ἄτερ
Headword (normalized/stripped):
ατερ
IDX:
5388
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5391
Key:
a)/ter

Data

{'content': 'ἄτερ\n without, Hom.; ἄτερ Ζηνός without his will, Il.\n aloof or apart from, Il., Trag.', 'key': 'a)/ter'}