Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀτέλεστος
ἀτελεύτητος
ἀτέλευτος
ἀτελής
ἀτέμβω
ἀτενής
ἀτενίζω
ἅτε
ἀτέραμνος
ἀτέρμων
ἅτερος
ἄτερ
ἀτερπής
ἀτερψία
ἀτευκτέω
ἄτευκτος
ἀτευχής
ἀτεύχητος
ἀτεχνία
ἄτεχνος
ἀτεχνῶς
View word page
ἅτερος
ἅτερος Dor for ἕτερος, Ar. ἅτερος [ᾱ], Attic crasis for ὁ ἕτερος, neut. θἄτερον [ᾱ], gen. θἀτέρου, etc.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἅτερος
Headword (normalized):
ἅτερος
Headword (normalized/stripped):
ατερος
IDX:
5387
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5390
Key:
a(/teros
Data
{'content': 'ἅτερος\n Dor for ἕτερος, Ar.\n ἅτερος [ᾱ], Attic crasis for ὁ ἕτερος, neut. θἄτερον [ᾱ], gen. θἀτέρου, etc.', 'key': 'a(/teros'}