Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀεξίφυτος
ἀέξω
ἀεργία
ἀεργός
ἀέρδην
ἀέριος
ἀεροβατέω
ἀεροβάτης
ἀεροδινής
ἀεροδόνητος
ἀεροδρομέω
ἀεροκόραξ
ἀεροκώνωψ
ἀερομαχία
ἀερομετρέω
ἀερονηχής
ἀερόφοιτος
ἀερσιπότης
ἀερσίπους
ἀερτάζω
ἄεσα
View word page
ἀεροδρομέω
ἀεροδρομέω to traverse the air, Luc.

ShortDef

to traverse the air

Debugging

Headword:
ἀεροδρομέω
Headword (normalized):
ἀεροδρομέω
Headword (normalized/stripped):
αεροδρομεω
IDX:
539
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n539
Key:
a)erodrome/w

Data

{'content': 'ἀεροδρομέω\n to traverse the air, Luc.', 'key': 'a)erodrome/w'}