Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀτέλεια
ἀτέλεστος
ἀτελεύτητος
ἀτέλευτος
ἀτελής
ἀτέμβω
ἀτενής
ἀτενίζω
ἅτε
ἀτέραμνος
ἀτέρμων
ἅτερος
ἄτερ
ἀτερπής
ἀτερψία
ἀτευκτέω
ἄτευκτος
ἀτευχής
ἀτεύχητος
ἀτεχνία
ἄτεχνος
View word page
ἀτέρμων
ἀτέρμων τέρμα without bounds; ἀτ. πέπλος having no end or issue, inextricable, Aesch.; ἀτέρμονες αὐγαί the countless rays of the mirror, Eur.

ShortDef

without bounds

Debugging

Headword:
ἀτέρμων
Headword (normalized):
ἀτέρμων
Headword (normalized/stripped):
ατερμων
IDX:
5386
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5389
Key:
a)te/rmwn

Data

{'content': 'ἀτέρμων\n τέρμα\n without bounds; ἀτ. πέπλος having no end or issue, inextricable, Aesch.; ἀτέρμονες αὐγαί the countless rays of the mirror, Eur.', 'key': 'a)te/rmwn'}