Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀτασθαλία
ἀτασθάλλω
ἀτάσθαλος
ἀταύρωτος
ἀταφία
ἄταφος
ἄτεγκτος
ἀτειρής
ἀτείχιστος
ἀτέκμαρτος
ἀτεκνία
ἄτεκνος
ἀτεκνόω
ἀτέλεια
ἀτέλεστος
ἀτελεύτητος
ἀτέλευτος
ἀτελής
ἀτέμβω
ἀτενής
ἀτενίζω
View word page
ἀτεκνία
ἀτεκνία From ἄτεκνος childlessness, Arist.

ShortDef

childlessness

Debugging

Headword:
ἀτεκνία
Headword (normalized):
ἀτεκνία
Headword (normalized/stripped):
ατεκνια
IDX:
5373
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5376
Key:
a)tekni/a

Data

{'content': 'ἀτεκνία\n From ἄτεκνος\n childlessness, Arist.', 'key': 'a)tekni/a'}