Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀταρτηρός
ἀτασθαλία
ἀτασθάλλω
ἀτάσθαλος
ἀταύρωτος
ἀταφία
ἄταφος
ἄτεγκτος
ἀτειρής
ἀτείχιστος
ἀτέκμαρτος
ἀτεκνία
ἄτεκνος
ἀτεκνόω
ἀτέλεια
ἀτέλεστος
ἀτελεύτητος
ἀτέλευτος
ἀτελής
ἀτέμβω
ἀτενής
View word page
ἀτέκμαρτος
ἀτέκμαρτος τεκμαίρομαι not to be guessed, obscure, baffling, Hdt., Thuc.:—adv., ἀτεκμάρτως ἔχειν to be in the dark about a thing, Xen. of persons, uncertain, inconsistent, Ar.

ShortDef

not to be guessed, obscure, baffling

Debugging

Headword:
ἀτέκμαρτος
Headword (normalized):
ἀτέκμαρτος
Headword (normalized/stripped):
ατεκμαρτος
IDX:
5372
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5375
Key:
a)te/kmartos

Data

{'content': 'ἀτέκμαρτος\n τεκμαίρομαι\n not to be guessed, obscure, baffling, Hdt., Thuc.:—adv., ἀτεκμάρτως ἔχειν to be in the dark about a thing, Xen.\n of persons, uncertain, inconsistent, Ar.', 'key': 'a)te/kmartos'}