Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀτάρ
ἀταρτηρός
ἀτασθαλία
ἀτασθάλλω
ἀτάσθαλος
ἀταύρωτος
ἀταφία
ἄταφος
ἄτεγκτος
ἀτειρής
ἀτείχιστος
ἀτέκμαρτος
ἀτεκνία
ἄτεκνος
ἀτεκνόω
ἀτέλεια
ἀτέλεστος
ἀτελεύτητος
ἀτέλευτος
ἀτελής
ἀτέμβω
View word page
ἀτείχιστος
ἀτείχιστος τειχίζω unwalled, unfortified, Thuc. not walled in, not blockaded, Thuc.

ShortDef

unwalled, unfortified

Debugging

Headword:
ἀτείχιστος
Headword (normalized):
ἀτείχιστος
Headword (normalized/stripped):
ατειχιστος
IDX:
5371
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5374
Key:
a)tei/xistos

Data

{'content': 'ἀτείχιστος\n τειχίζω\n unwalled, unfortified, Thuc.\n not walled in, not blockaded, Thuc.', 'key': 'a)tei/xistos'}