Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀτάρμυκτος
ἀτάρ
ἀταρτηρός
ἀτασθαλία
ἀτασθάλλω
ἀτάσθαλος
ἀταύρωτος
ἀταφία
ἄταφος
ἄτεγκτος
ἀτειρής
ἀτείχιστος
ἀτέκμαρτος
ἀτεκνία
ἄτεκνος
ἀτεκνόω
ἀτέλεια
ἀτέλεστος
ἀτελεύτητος
ἀτέλευτος
ἀτελής
View word page
ἀτειρής
ἀτειρής τείρω not to be worn away, indestructible, of iron, Hom.: metaph. stubborn, unyielding, Il.
ShortDef
not to be worn away, indestructible
Debugging
Headword:
ἀτειρής
Headword (normalized):
ἀτειρής
Headword (normalized/stripped):
ατειρης
IDX:
5370
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n5373
Key:
a)teirh/s
Data
{'content': 'ἀτειρής\n τείρω\n not to be worn away, indestructible, of iron, Hom.: metaph. stubborn, unyielding, Il.', 'key': 'a)teirh/s'}